- καταβυθίζουσιν
- καταβυθίζωcause to sinkpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)καταβυθίζωcause to sinkpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβυθίζω — (AM καταβυθίζω) βυθίζω κάτι εντελώς, καταποντίζω (α. «το πλοίο καταβυθίστηκε αύτανδρο» β. «καταβυθίζω ναῡν», Διόδ.) 2. αφανίζω («ἡ φιλοχρηματία καὶ ἡ φιληδονία... καταβυθίζουσιν αὐτάνδρους ἤδη τοὺς βίους», Λογγίν.) … Dictionary of Greek